τεσσαρεσκαιδεκέτης

τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης, ες,
A fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form [suff] τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρεσκαιδεκέτης — fourteen years old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρεσκαιδεκέτης — και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, ιδος, Α ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακαιδεκέτης — ες και τεσσαρακαιδεκετής, ές, θηλ. τεσσαρακαιδεκέτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρεσκαιδεκέτης …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκαέτης — ες και τεσσαρεσκαιδεκαετής, ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκαέτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρεσκαιδεκέτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”